- νάρκισσος
- Γένος φυτών, που περιλαμβάνει πολυετείς βολβόριζες πόες και υπάγεται στην οικογένεια των Αμαρυλλιδών (μονοκοτυλήδονα). Από τα επτά είδη της ελληνικής χλωρίδας, τα πιο αξιόλογα είναι: ο ν. των ποιητών έχει επιμήκη, γραμμοειδή φύλλα, ανάμεσα στα οποία εκφύονται τα ανθοφόρα στελέχη· κάθε στέλεχος φέρει ένα, σπανίως δύο, πολύ εύοσμα άνθη, που αρχικά είναι κίτρινα - κρεμ και ακολούθως λευκά· έχουν στη βάση ένα μεμβρανώδες βράκτειο και αποτελούνται από ένα σωληνοειδές περιζόνιο που καταλήγει σε 6 ωοειδείς - μυτερούς λοβούς, διατεταγμένους ακτινοειδώς γύρω από την κίτρινη σωληνοειδή στεφάνη, με χείλος κυματιστό, κόκκινο.
Ο ψευδονάρκισσος: λέγεται κοινώς και τρομπέτα, από τη μορφή της στεφάνης των κίτρινων ανθέων του, η οποία είναι επιμήκης και χοανοειδής. Η τυπική άγρια μορφή του συναντιέται στη βορειοηπειρωτική Ελλάδα. Ο ν. ο ταζέττιος: με άνθη εύοσμα, δίχρωμα, 2 - 12 κατά ανθοφόρο στέλεχος. Αυτοφύεται σε όλη την Ελλάδα και είναι γνωστός με τα κοινά ονόματα: μανουσάκι, ζαμπάκι. Ο ν. ο γιουγκόμορφος, που δεν αυτοφύεται στην Ελλάδα, έχει ευοσμότατα άνθη, καλλιεργείται ιδίως σε πολλές περιοχές της Γαλλίας για την εξαγωγή αιθέριου ελαίου που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία.
Με αφετηρία τα τρία πρώτα είδη ν. έχουν δημιουργηθεί με διασταυρώσεις και επιλογή πλήθος ποικιλίες, που καλλιεργούνται στους κήπους για καλλωπιστικούς σκοπούς ή για παραγωγή και εμπορία δρεπτών ανθέων.
* * *ο (ΑΜ νάρκισσος, ό Α σπαν. και νάρκισσος, ἡ)1. βοτ. γένος ποωδών πολυετών και διακοσμητικών φυτών τής οικογένειας τών αμαρυλλιδών, τού οποίου ορισμένα είδη είναι γνωστότερα στην Ελλάδα με τις κοινές ονομασίες ζαμπάκι, μανουσάκι, βούτσινο, γκρίζο, ίτσο2. ως κύρ. όν. Νάρκισσοςμυθολ.όνομα μυθικού ωραίου νέου που περιφρονούσε τον έρωτα, όταν ὅμως είδε το πρόσωπό του στο νερό μιας πηγής ερωτεύθηκε τον εαυτό του και, απελπισμένος από το πάθος του, αυτοκτόνησε2. ωραιότατος και, κατ' επέκτ., εγωλάτρης, εγωκεντρικός, εγωπαθής νέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -ισσος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Η αρχαία σύνδεση του με το νάρκη οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία, λόγω τής κατευναστικής φαρμακευτικής ιδιότητας τού φυτού].
Dictionary of Greek. 2013.